- σαλικυλικό οξύ
- Οργανική ένωση του τύπου C7H6O3- είναι ένα αρωματικό οξυοξύ, που μπορεί να θεωρηθεί παράγωγο του βενζόλιου με αντικατάσταση δύο γειτονικών ατόμων υδρογόνου, με ένα καρβοξύλιο (-COOH) και ένα υδροξύλιο (-OH). Περιέχεται σε ποικίλες ποσότητες σε πολλά φυτά. Παρασκευάστηκε για πρώτη φορά από τον Πιρία (1838) από τη σαλικύνη, ενώ η βιομηχανική του παρασκευή, που επινοήθηκε από τον Κόλμπε το 1859, συνίσταται στην κατεργασία της φαινόλης με διοξείδιο του άνθρακα σε αλκαλικό περιβάλλον με περαιτέρω μετατροπή του διαλύματος σε όξινο, για να ελευθερωθεί το οξύ από το παραγόμενο άλας. Το σαλικυλικό οξύ κρυσταλλώνεται σε λευκές βελόνες με όξινη και υπόγλυκη γεύση, είναι λίγο διαλυτό στο νερό και διαλυτό στην αλκοόλη και στον αιθέρα. Στον οργανισμό, το σαλικυλικό οξύ ενεργεί τοπικά και γενικά ως αντισηπτικό· χρησιμοποιείται σε πομάδες του δέρματος, ως αντιπυρετικό και αναλγητικό, με ιδιαίτερη εκλεκτική δράση εναντίον των αρθριτικών ρευματισμών· λαμβάνεται αποκλειστικά στη μορφή του σαλικυλικού νάτριου. Σε υψηλές δόσεις (άνω των 6-10 gr) προκαλεί βόμβο στα αυτιά και κεφαλαλγίες- σε ακόμα μεγαλύτερες ποσότητες προκαλεί κώφωση και καμιά φορά αιμορραγίες. Από τα πιο ενδιαφέροντα παράγωγα του είναι ο μεθυλικός εστέρας, που αποτελεί το αιθέριο έλαιο του φυτού αγριόλιζα (βίγκα), και ο οξικός εστέρας ή ακετυλοσαλικυλικό οξύ. Το τελευταίο, που παράγεται από το σαλικυλικό οξύ και τον οξικό ανυδρίτη, είναι γνωστό με το όνομα ασπιρίνη.
Dictionary of Greek. 2013.